Είναι οι ανεμογεννήτριες «κατάρα» ;
Ευρετήριο Άρθρου
Οι ανεμογεννήτριες απαιτούν την υποστήριξη θερμοηλεκτρικών σταθμών
H παραγόμενη ενέργεια είναι τόσο ασταθής και χαοτική – κυμαίνεται μεταξύ του μηδενός και του μέγιστου – ώστε τα ΑΠ ποτέ δεν θα μπορέσουν να παράγουν φορτίο βάσης. Το σύστημα δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στα ΑΠ για να μείνει σταθερό, αλλά χρειάζεται πάντα διαθέσιμες εφεδρείες ( φορτίο βάσης) από άλλη πηγή όπως τα ορυκτά καύσιμα.
Όταν ο άνεμος σταματάει να φυσάει ή φυσάει λίγο, οι σταθμοί ορυκτών καυσίμων αναλαμβάνουν να παρέχουν ηλεκτρικό ρεύμα. Η ισχύς (MW) της εφεδρείας για να ανταποκρίνεται στη αιχμή ζήτησης πρέπει να είναι ισοδύναμη με την ισχύ των ΑΠ με ένα επιπλέον ποσοστό ασφάλειας περίπου 20%. Μάλιστα για να πετύχουν την αναπλήρωση, οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί χρειάζεται να βρίσκονται σε συνεχή λειτουργία επειδή απαιτούνται πολλές ώρες για να έρθουν σε σημείο που να παράγουν ρεύμα. Ο ισχυρισμός ότι με την κατασκευή μεγάλης κλίμακας ΑΠΕ αντικαθιστούμε συμβατικούς σταθμούς λιγνίτη ή φυσικού αερίου δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Τα χιλιάδες ΜW αιολικής ενέργειας που σχεδιάζονται να διεισδύσουν στο σύστημα, πρέπει να υποστηρίζονται από αντίστοιχα ΜW ενέργειας εργοστασίων άνθρακα, λιγνίτη ή φυσικού αέριου. Με τα λόγια της E.ΟΝ Netz (2005), της εταιρείας που λειτουργεί τα περισσότερα ΑΠ στη Γερμανία, ‘τα ΑΠ δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια παρά μόνο σε ένα περιορισμένο βαθμό’.
Πράγματι το Der Spiegel (2007) ανακοινώνει ότι η Γερμανία, αν και διαθέτει τη μεγαλύτερη αιολική ισχύ 16.000 MW, ετοιμάζει 26 νέους ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς άνθρακα. Η Δανία που έχει εγκατεστημένη αιολική ισχύ άνω των 6.000 MW δεν έχει κλείσει τους συμβατικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ( Mason, 2005).
Οι ανεμογεννήτριες παράγουν ρεύμα χαμηλότερο ονομαστικής αξίας τους
Καμιά πηγή ενέργειας που χρησιμοποιούμε δεν δουλεύει με απόδοση 100%. Για παράδειγμα οι σύγχρονοι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί άνθρακα καθώς και οι πυρηνικοί σταθμοί δουλεύουν με απόδοση 80% έως 90%. Αντίθετα οι α/γ, μεταξύ των ορίων ταχύτητας του ανέμου που λειτουργούν, παράγουν λιγότερο από το μισό της ονομαστική αξία τους, κατά προσέγγιση παράγουν 25% έως 30% της ονομαστικής αξίας τους. Η ονομαστική ισχύς δεν συμπίπτει σε καμιά περίπτωση με την πραγματική παραγόμενη ισχύ γεγονός που αποκρύπτεται από την αιολική βιομηχανία.
Πρακτικά για να βρούμε την πραγματικά παραγόμενη ισχύ πολλαπλασιάζουμε την ονομαστική επί 25-30% (δηλ. 1MW X 30% = 0.3 MW πραγματική ισχύς). Η μειωμένη απόδοση και η ασταθής τάση της παραγόμενης ενέργειας σημαίνει ότι μόνο ένα μικρό μέρος της συνολικής εγκαταστημένης αιολικής ισχύος είναι διαθέσιμο κάθε στιγμή στο κεντρικό δίκτυο.
Για παράδειγμα η E.ON Netz στην έκθεση της (2005) εκτιμά ότι από τα 6.000 MW που έχει εγκαταστήσει στη Βαυαρία, η ωφέλιμη ισχύς ήταν κατά μέσο όρο 1.265 MW. H ίδια έκθεση εκτιμά ότι η παραγόμενη ανανεώσιμη ενέργεια αντικαθιστά τη συμβατική κατά 4% – 6%. Μάλιστα τo παράδοξο είναι ότι το ποσοστό αυτό πέφτει όσο αυξάνει η εγκαταστημένη ισχύς αιολικής ενέργειας. Ετσι η ίδια εταιρεία (E.ON Netz, 2005) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το 2020 στη Γερμανία αναμένεται εγκατεστημένη αιολική ισχύς 48.000 MW που θα είναι σε θέση να αντικαταστήσουν 2000 MW από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς. Υπό το φως αυτών των στοιχείων, ο ισχυρισμός ότι η αιολική ενέργεια συνεισφέρει στην ενεργειακή ασφάλεια φαίνεται αστήρικτος και μάλλον ύποπτος.
Οι ανεμογεννήτριες δεν μειώνουν σημαντικά τις εκπομπές του CO2
Eίναι αλήθεια ότι οι ΑΓ δεν παράγουν καθόλου CO2, ωστόσο μοιάζουν περισσότερο με τη χρήση ακριβών φαρμάκων αμφίβολης αποτελεσματικότητας στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Στην πραγματικότητα η εξοικονόμηση του CO2, ακόμη και αν η διείσδυση της αιολικής ενέργειας στο σύστημα φτάσει στο 10%, θα είναι μικρή και αδικαιολόγητη σε σχέση με το κόστος. Ο ισχυρισμός ότι μία MWh ανανεώσιμης ενέργειας αντικαθιστά μία MWh θερμοηλεκτρικής ενέργειας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει επειδή η λειτουργία των α/γ προϋποθέτει την παράλληλη λειτουργία θερμοηλεκτρικών σταθμών που παρέχουν το φορτίο βάσης και συνεπώς δεν υπάρχει ένα προς ένα αντικατάσταση της ανανεώσιμης με την συμβατική ενέργεια. Κατά δεύτερο λόγο κάθε MW εγκαταστημένης αιολικής ισχύος έχει μειωμένη απόδοση κατά τουλάχιστον 30%. Παρόλα αυτά η βιομηχανία αιολικής ενέργειας υπολογίζει παραπλανητικά το όφελος σε εκπομπές CO2 με βάση την ονομαστική ισχύ και όχι την πραγματική.
Η πραγματική ισχύς από 1MW αιολικής ισχύος είναι 0.3 MW (1MW x 30% = 0.3 MW) και η ωφέλιμη ενέργεια από 1 MW εγκαταστημένης ισχύος για ένα χρόνο: 0.3 ₓ 365 ₓ 24 = 2.628 MWh/έτος. Λαμβάνοντας υπόψη τις εκπομπές CO2 από θερμοηλεκτρικούς σταθμούς που κυμαίνονται κατά μέσο όρο στους 0.43t CO2/MWh υπολογίζουμε ότι για κάθε MW εγκαταστημένης αιολικής ισχύος εξοικονομούνται 1.130t CO2 το χρόνο (2628MWh ₓ 0.43t CO2/MWh = 1.130t CO2).
Φαινομενικά υπάρχει εξοικονόμηση, ωστόσο πώς εξηγείται ότι σε χώρες με εκτεταμένα ΑΠ όπως η Δανία οι εκπομπές CO2 δεν έχουν μειωθεί (Mason, 2005, Etherington 2009) ; Ένας λόγος είναι ότι όταν η αιολική ισχύς ανέρχεται σε χιλιάδες ΜW, απαιτούνται νέοι υποστηρικτικοί θερμοηλεκτρικοί σταθμοί που λειτουργούν παράλληλα με χαμηλό ρυθμό παραγωγής και κατά συνέπεια εκπέμπουν CO2. Από μιαν άλλη πλευρά, η όποια ευεργετική μείωση CO2 από τα ΑΠ εξανεμίζεται μπροστά στην αυξανόμενη συνολική ζήτηση και κατανάλωση της ενέργειας. Τέλος ένα μεγάλο μέρος της αιολικής ισχύος που παράγει η Δανία το πουλάει στις γειτονικές χώρες, Νορβηγία και Σουηδία, που έχουν μειωμένες εκπομπές CO2 επειδή ως κύριες πηγές ενέργειας χρησιμοποιούν την πυρηνική και τη υδροηλεκτρική ενέργεια. Σε τελική ανάλυση οι α/γ από μόνες τους δεν μειώνουν τις εκπομπές των αερίων ρύπων, ενώ η επιδιωκόμενη μείωση των εκπομπών CO2 μπορεί να προκύψει από μια συνολική διαχείριση της ενέργειας. Οι τεράστιες επενδύσεις στην παραγωγή και εγκατάσταση χιλιάδων α/γ, θα μπορούσαν να στραφούν σε πιο αποτελεσματικούς τρόπους μείωσης CO2 όπως η μείωση της κατανάλωσης και η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών.